- σισανές
- ο, Νστρ. εμπροσθογεμές ντουφέκι τού 18ου και 19ου αιώνα, με κάννη αρχικά εξαγωγικής διατομής, η οποία μεταγενέστερα εξελίχθηκε σε ραβδωτή κυλινδρική.[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για λ. περσικής προελεύσεως].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σισανές — ο πληθ. έδες (λ. περσ.), είδος όπλου που γεμίζει από μπροστά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
şişanea — şişaneá, şişanéle, s.f. (înv. şi reg.) puşcă lungă arnăuţească. Trimis de blaurb, 09.02.2007. Sursa: DAR şişaneá ( éle), s.f. – Muschetă. – var. şuşanea. tc. (per.) şeşhane (Şeineanu, II, 338; Lokotsch 1864), cf. ngr … Dicționar Român